- ἀποπιπράσκω
- ἀποπιπράσκω,A sell off,
ξύλων τῶν ἀποπραθέντων BCH6.20
(Delos, ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξύλων τῶν ἀποπραθέντων BCH6.20
(Delos, ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.